- θαλασσοθεραπεία
- ηη χρησιμοποίηση των θαλάσσιων λουτρών ή και η διαμονή σε παραθαλάσσια μέρη για θεραπευτικούς σκοπούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλασσοθεραπεία — η τα θαλάσσια λουτρά ή η διαμονή σε παραθαλάσσια περιοχή για θεραπευτικούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + θεραπεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στο περ. Νέον Πνεύμα] … Dictionary of Greek
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
κλιματοθεραπεία — Η αξιοποίηση των καιρικών συνθηκών για θεραπευτικούς και προληπτικούς σκοπούς. Την κ. και την κλιματοπροφύλαξη, δηλαδή τη βελτίωση της υγείας που επιδιώκεται με την έκθεση του οργανισμού στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, διερευνά η ιατρική… … Dictionary of Greek
Ευπατορία ή Γεβπατόρια — (EupatoriaYevpatoriya). Πόλη (106.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στη χερσόνησο της Κριμαίας. Παραθαλάσσιο θέρετρο στη Μαύρη θάλασσα, η πόλη είναι ονομαστή για το κλίμα της. Διαθέτει ειδικές εγκαταστάσεις για αεροθεραπεία, θαλασσοθεραπεία,… … Dictionary of Greek